• Search

Ανακοινώσεις - Σχόλια

Η εθνική συνταγματική ταυτότητα και ο « κλεφτοπόλεμος » των δικαστών

Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση « French Data Network et autres »

 

Πριν περάσει ένας χρόνος από την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας στην υπόθεση « Weiss »[1] κι ενώ αναμένεται η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας επί της προσφυγής του Πρωθυπουργού της τελευταίας σχετικά με την υπεροχή ή μη του πολωνικού Συντάγματος επί του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[2], το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’État) αποφάσισε να υποδαυλίσει εκ νέου τον πόλεμο των δικαστών, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η δική του αντίληψη για τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας μπορεί να του επιτρέψει να μη συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. »[3], η οποία απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα του ίδιου του Conseil d’État και του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Βελγίου σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε διατήρηση των (μετα)δεδομένων σύνδεσης των χρηστών των παραπάνω υπηρεσιών.

Στην απόφασή της, της 21ης Απριλίου 2021, στην υπόθεση « French Data Network et autres »[4], η Ολομέλεια του Conseil d’État ενεργοποίησε, κατά τρόπο υπέρμετρο και διόλου πειστικό, τη λεγόμενη « ρήτρα διασφάλισης Arcelor », σύμφωνα με την οποία ο Γάλλος δικαστής θεωρεί ότι μπορεί να ελέγξει τη συμβατότητα του ενωσιακού δικαίου με τους κανόνες και τις αρχές του εθνικού του Συντάγματος που είναι « συμφυείς με τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας », εφόσον δεν υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις ή αρχές της ενωσιακής έννομης τάξης[5]. Εν προκειμένω, οι δικαστές του Palais Royal δέχτηκαν ότι είναι συμφυείς με τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας και, πάντως, δεν απολαύουν, στο ενωσιακό δίκαιο, ισοδύναμης προστασίας με αυτή που παρέχει το εθνικό δίκαιο, όχι κάποιες ειδικές και ιδιαίτερες εθνικές συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, όπως η αρχή του κοσμικού χαρακτήρα του γαλλικού Κράτους (laïcité), αλλά γενικοί συνταγματικοί σκοποί που υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν την προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων  κάθε  έθνους,  την  πρόληψη προσβολών της δημόσιας τάξης, την αναζήτηση των προσώπων που  προέβησαν σε εγκληματικές παραβάσεις και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας[6].

Δεχόμενο τα παραπάνω, το Conseil d’État όχι μόνον παραγνώρισε ότι και από την ίδια την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. » προκύπτει πως υπάρχει αντίστοιχη -σταθμισμένη με την εγγύηση των ατομικών ελευθεριών- προστασία της δημόσιας (ή εθνικής) ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, καθώς και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας[7], αλλά άνοιξε τον δρόμο ώστε κάθε εθνικός δικαστής να μπορεί να ελέγχει τη συμβατότητα οποιασδήποτε πτυχής του δικαίου της Ένωσης με την αντίληψη που ο ίδιος μπορεί να υιοθετεί, μεταξύ άλλων, για « την προστασία  των  θεμελιωδών  συμφερόντων  του  Έθνους » του. Όπως εύστοχα συνοψίζει ο P. Cassia, « [μ]ε την απόφασή του της 21ης ​​Απριλίου 2021, το Conseil d’État θεώρησε, στην πραγματικότητα, ότι μπορούσε να παρακάμψει μια απόφαση του ΔΕΕ όταν δεν του ταιριάζει το νόημα που το τελευταίο δίνει σε μια ευρωπαϊκή αρχή -εν προκειμένω την προστασία της δημόσιας τάξης- για την οποία υπάρχει ισοδύναμο στο γαλλικό Σύνταγμα. Προχώρησε συνειδητά στη σοβαρή επιλογή να ανοίξει έναν πόλεμο μεταξύ των δικαστών στην Ευρώπη, αλλά και μεταξύ των δύο γαλλικών δικαιοδοσιών, καθώς το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο παραμένει ελεύθερο να αποφασίσει να εφαρμόσει κατά γράμμα την απόφαση του ΔΕΕ »[8].

Είναι άξιο απορίας ότι ορισμένοι από τους σχολιαστές της παραπάνω απόφασης του Conseil d’État[9] υποβάθμισαν όλα τα παραπάνω, προτάσσοντας τον ενθουσιασμό που τους προκάλεσε το γεγονός ότι οι δικαστές του Palais Royal αρνήθηκαν -και ορθώς- να ακολουθήσουν το παράδειγμα των δικαστών της Καρλσρούης και να προχωρήσουν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της γαλλικής Κυβέρνησης, σε έλεγχο υπέρβασης εξουσίας (ultra vires) των πράξεων των οργάνων της Ένωσης[10]. Κι είναι επίσης τουλάχιστον παράδοξο ότι οι ίδιοι σχολιαστές κάνουν λόγο για μια « κλασική δικαστική κρίση σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ελλείψει ισοδυναμίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης και του γαλλικού Συντάγματος »[11], για μια « φιλοευρωπαϊκή  στάση » και μια « θεσμική courtoisie » του Conseil d’État απέναντι στο ΔΕΕ, καθώς και για έναν « καλοπροαίρετο και ευεργετικό διάλογο »[12], ενώ είναι προφανείς οι κίνδυνοι και το συγκρουσιακό πνεύμα που αναδύονται από την απόφαση των Γάλλων δικαστών.

Αφενός, το Conseil d’État δεν προβαίνει σε μια κλασική δικαστική κρίση, καθώς, προσπαθώντας να νομιμοποιήσει, σε ενωσιακό επίπεδο, τη δική του αντίληψη περί της συνταγματικής ταυτότητας της Γαλλίας μέσω της επίκλησης[13] της εθνικής ταυτότητας και των ουσιωδών λειτουργιών των κρατών μελών, που μνημονεύονται στο γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση[14], παραγνωρίζει ότι, στο δίκαιο της Ένωσης, η εθνική συνταγματική ταυτότητα και η δημόσια τάξη των κρατών μελών ουδέποτε μετατράπηκαν σε έννοιες αμιγώς εθνικές. Βεβαίως, οι σχετικοί όροι νοηματοδοτούνται καταρχάς από τις εθνικές αρχές, διότι αποτελούν έννοιες που προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός κράτους μέλους και δεν μπορούν να νοηθούν ανεξαρτήτως του πώς τις νοεί και πώς τις εφαρμόζει το κράτος αυτό. Πλην όμως, οι έννοιες αυτές διατηρούν πάντοτε μια ενωσιακή λειτουργία, γεγονός που σημαίνει ότι το όποιο νόημα προσδίδουν σε αυτές οι εθνικές αρχές υπάγεται τελικώς στον έλεγχο του ΔΕΕ[15]. Σε κάθε περίπτωση, το ωφέλιμο αποτέλεσμα της ύπαρξης μιας ενωσιακής έννομης τάξης αναιρείται πλήρως, εάν γίνει δεκτό πως η θεωρία των αντι-περιορισμών (controlimiti) ως προς την εφαρμογή της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης μπορεί να φτάνει στο σημείο να θέτει την άμεση εφαρμογή κάθε ενωσιακού κανόνα υπό την επιφύλαξη της όποιας αντίληψης διαμορφώνει ανά πάσα στιγμή κάθε εθνικός δικαστής για τα συμφέροντα του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει[16].

Αφετέρου, το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το Bundesverfassungsgericht, το Conseil d’État δεν υιοθέτησε απαξιωτικές για το ΔΕΕ διατυπώσεις, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι, με τη σχολιαζόμενη απόφασή του, συνέβαλε σε έναν καλοπροαίρετο και ευεργετικό διάλογο. Και τούτο, διότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Γαλλίας, καλυπτόμενο πίσω από την εθνοκεντρική αρχιτεκτονική της « ρήτρας διασφάλισης Arcelor », απέφυγε να θέσει εκ νέου προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σχετικά με τα σημεία ως προς τα οποία η κρίση του απέκλινε από εκείνη των δικαστών του Λουξεμβούργου. Με τον τρόπο αυτόν, επέλεξε, κατ’ ουσίαν, να απομονωθεί από τον όποιο θεσμοθετημένο διάλογο και με τα λοιπά ανώτατα και συνταγματικά εθνικά δικαστήρια, οι θέσεις των οποίων μεταφέρονται συνήθως στις παρατηρήσεις που όλα τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν επί προδικαστικού ερωτήματος που εκκρεμεί ενώπιον του ΔΕΕ. Ως προς τον ατυχή δε χαρακτήρα της παραπάνω επιλογής του Conseil d’État, αρκεί να σημειωθεί ότι, την επομένη της απόφασής του, το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου εφάρμοσε, χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση, την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. »[17].

Η απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση « French Data Network et autres » επιβεβαιώνει ότι η έννοια της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών έχει εξελιχθεί σε προνομιακό πεδίο σύγκρουσης μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστών. Ελλείψει μιας αξιόπιστης και βιώσιμης ευρωπαϊκής ταυτότητας, η παραπάνω έννοια, αντί να αποτελεί έναν από τους αξιόπιστους πυλώνες μιας συνταγματικής δομής της Ένωσης, γίνεται συχνά βάση ανατροπής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ αυτής και των κρατών μελών και αντίστασης των συνταγματικών ή ανώτατων εθνικών δικαστηρίων απέναντι στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου[18]. Η παραπάνω απόφαση του Conseil d’État αναδεικνύει, μάλιστα, με ενάργεια ότι, στο πλαίσιο του θεσμοθετημένου διαλόγου μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ, που πλαισιώνεται από το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις περισσότερες φορές δεν αναπτύσσεται ένας συμβατικός πόλεμος μεταξύ των δικαστών, αλλά ένας ασύμμετρος « κλεφτοπόλεμος » στον οποίο το φερόμενο ως αδύναμο μέρος, που είναι οι εθνικοί δικαστές, δεν ακολουθεί εξαρχής στρατηγική αντιπαράθεσης, αλλά προσπαθεί να δράσει χρησιμοποιώντας τα όπλα και το έδαφος του φερόμενου ως ισχυρού μέρους, που είναι το ΔΕΕ[19]. Αυτή η λάθρα προώθηση ακραίων και συγκρουσιακών ερμηνειών, στο πλαίσιο του διαλόγου των δικαστών, οδηγεί σε σταδιακή απώλεια του νοήματος και της κανονιστικότητας των θεμελιωδών κανόνων[20], γεγονός που προάγει την ανασφάλεια δικαίου και την περαιτέρω αποσύνθεση του Κράτους Δικαίου στην Ευρώπη, καθώς εμπνέει κάθε είδους αντιφιλελεύθερες διεκδικήσεις[21].

Εν προκειμένω, οι παραπάνω συνέπειες δεν μπορούν εύκολα να αναταχθούν, ακόμη και αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΕΕ φτάσουν, μετά από καιρό, να καταδικάσουν τη Γαλλία για την παράβαση του δικαίου της Ένωσης από τη σχολιαζόμενη απόφαση του Conseil d’État, το οποίο, άλλωστε, ήταν υπεύθυνο και για την καταδίκη της Γαλλίας, πριν από τρία χρόνια, λόγω της άρνησής του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ[22]. Η διαρρύθμιση της σχέσης μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου που προώθησε το Conseil d’État στη σχολιαζόμενη απόφαση ενέχει τον κίνδυνο να υιοθετηθεί ταχύτατα από πολλά άλλα εθνικά δικαστήρια που θα την επικαλεστούν για να αντιτάξουν το εθνικό συμφέρον απέναντι στο ενωσιακό δίκαιο, σε βάρος ακόμη και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται το τελευταίο. Αυτός δε ο συστημικός κίνδυνος μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό της σχολιαζόμενης απόφασης ως μιας εξέλιξης που ενέχει μια δυναμική πολύ περισσότερο απειλητική για τη συνοχή του ενωσιακού οικοδομήματος από την όποια αρνητική δυναμική είχε η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας στην υπόθεση « Weiss ». Διότι, κατά βάθος, η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Γαλλίας στην υπόθεση « French Data Network et autres » σηματοδοτεί την αδιέξοδη προοπτική της πλήρους αντιστροφής που φαίνεται να έχει επέλθει στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης στο πλαίσιο της προσπάθειας διασφάλισης μιας ευρωπαϊκής κοινότητας δικαίου. Ενώ, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η αδράνεια εκ μέρους των κρατών μελών στόχευε στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, για όσο χρόνο (solange) η κοινοτική έννομη τάξη δεν είχε συστηματοποιήσει την προστασία τους κατά τρόπο ισοδύναμο με αυτόν των εθνικών εννόμων τάξεων, σήμερα, στη λογική της σχολιαζόμενης απόφασης, η αδράνεια των κρατών μελών φαίνεται να στοχεύει πλέον στον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το ενωσιακό δίκαιο, για όσο χρόνο θα υπάρχουν ακόμη κράτη μέλη το εθνικό συμφέρον των οποίων δεν μπορεί να προστατεύσει, κατά τρόπο ισοδύναμο, η Ένωση.

Καθώς, λοιπόν, τα συμπτώματα της συνταγματικής απορρύθμισης στην Ευρώπη επαναλαμβάνονται με ανεξέλεγκτη δυναμική, είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι ακατάλληλο πλέον να επιχειρούμε κάθε φορά « να συμφιλιώσ[ουμε], το ασυμφιλίωτο »[23], παραμένοντας πιστοί στο δόγμα του ισχύοντος συνταγματικού πλουραλισμού και στην υπερεκτιμημένη ιδέα ότι τα μείζονα πολιτικά προβλήματα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα λυθούν μέσω του διαλόγου των δικαστών[24]. Υπάρχει αδήριτη ανάγκη για τον πολιτικό σχεδιασμό μιας πραγματικής και βιώσιμης συνταγματοποίησης της Ευρώπης που θα συναιρέσει αποτελεσματικά την πολιτική και την κοινωνική δημοκρατία προς όφελος όλων των Ευρωπαίων πολιτών[25]. Το εγχείρημα δεν είναι διόλου εύκολο ούτε χωρίς παγίδες. Ωστόσο, ο εγκλωβισμός στις αντιφάσεις του υφιστάμενου μοντέλου συνταγματικού πλουραλισμού γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος για το Κράτος Δικαίου και τη Δημοκρατία στην Ευρώπη.

[1] Βλ. C. Yannakopoulos, « Les mutations du constitutionnalisme européen déréglementé. Réflexions à propos de l’arrêt PSPP de la Cour constitutionnelle allemande du 5 mai 2020 », Revue du droit public 4/2020, σελ. 1041 επ..

[2] Βλ. « The PM filed a petition with the Constitutional Tribunal about the superiority of Polish law over EU law », 30.3.2021 [https://ruleoflaw.pl/the-pm-filed-a-petition-with-the-constitutional-tribunal-about-the-superiority-of-polish-law-over-eu-law/].

[3] Απόφαση της 6ης.10.2020, C-511/18, C-512/18 και C-520/18.

[4] Υποθέσεις με αρ. 393099, 394922, 397844, 397851, 424717, 424718 [https://www.conseil-etat.fr/fr/arianeweb/CE/decision/2021-04-21/393099].

[5] Βλ. τη σκέψη 5 της σχολιαζόμενης απόφασης και την απόφαση CE Ass., 8 février 2007, Société Arcelor Atlantique et Lorraine et autres, n° 287110. Βλ. και Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, αρ. 273.

[6] Βλ. τις σκέψεις 9 και 10 της σχολιαζόμενης απόφασης. Με βάση αυτές τις θεωρήσεις, το Conseil d’État διαρρύθμισε τον βαθμό συμμόρφωσής του με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. », κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι, για τις ποινικές παραβάσεις, η λύση της στοχευμένης διατήρησης των δεδομένων, που προτείνει το ΔΕΕ, δεν είναι ούτε υλικά δυνατή ούτε λειτουργικά αποτελεσματική. Διότι, κατά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Γαλλίας, δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν εκ των προτέρων τα πρόσωπα που θα εμπλακούν σε μη διαπραχθείσα ακόμη ποινική παράβαση ούτε ο τόπος όπου αυτή θα διαπραχθεί. Σύμφωνα με το Conseil d’État, πάντως, η μέθοδος της « κατεπείγουσας διατήρησης » που επιτρέπει το ενωσιακό δίκαιο μπορεί να στηριχθεί στο σύνολο των στοιχείων που διατηρήθηκαν γενικώς για τις ανάγκες της εθνικής ασφάλειας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δίωξη των ποινικών παραβάσεων. Αναφορικώς δε προς τη διάκριση που υιοθετεί το ΔΕΕ μεταξύ σοβαρής εγκληματικότητας και καθημερινής εγκληματικότητας, για την οποία δεν δέχεται διατήρηση ή χρήση δεδομένων σύνδεσης, το Conseil d’État επισημαίνει ότι η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ βαρύτητας της παράβασης και σημασίας των μέτρων έρευνας που εφαρμόζονται, η οποία διέπει την ποινική διαδικασία, δικαιολογεί το γεγονός ότι η προσφυγή στα δεδομένα σύνδεσης περιορίζεται στις διώξεις παραβάσεων επαρκούς βαρύτητας. Βλ. τις σκέψεις 35 επ. της σχολιαζόμενης απόφασης.

[7] Βλ., ιδίως, τις σκέψεις 118, 122 και 149 της εν λόγω απόφασης του ΔΕΕ.

[8] Βλ. P. Cassia, « Le Frexit sécuritaire du Conseil d’État », 23.4.2021 [https://blogs.mediapart.fr/paul-cassia/blog/230421/le-frexit-securitaire-du-conseil-d-etat].

[9] Βλ. J. Ziller, « The Conseil d’État refuses to follow the Pied Piper of Karlsruhe », VerfBlog, 24.4.2021 [https://verfassungsblog.de/the-conseil-detat-refuses-to-follow-the-pied-piper-of-karlsruhe/], Ε. Πρεβεδούρου, « Προστασία της συνταγματικής ταυτότητας χωρίς έλεγχο ultra vires : μαθήματα Europafreundlichkeit από το Conseil d’Etat », www.prevedourou.gr, 29.4.2021, αναδημοσίευση σε www.constitutionalism.gr, 3.5.2021.

[10] Βλ. τη σκέψη 8 της σχολιαζόμενης απόφασης.

[11] Βλ. J. Ziller, ό.π..

[12] Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, ό.π..

[13] Βλ. τη σκέψη 10 της σχολιαζόμενης απόφασης.

[14] « Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους ».

[15] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., ιδίως αρ. 373 επ.. Προς την ίδια κατεύθυνση, βλ. Ε. Πρεβεδούρου, « Ο σεβασμός της εθνικής ταυτότητας ως αρχή του Ενωσιακού Δικαίου », σε Τ. (Λ.) Παπαδοπούλου, Ε. Πρεβεδούρου, Κ. Γώγου (επ.), Το Δικαστήριο της ΕΕ. Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών. Συνέδριο προς τιμήν του Καθηγητή κ. Βασίλειου Σκουρή, Προέδρου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 45 επ., ιδίως σημεία 5 επ. και 35.

[16] Βλ. και τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Μ. P. Maduro, της 8ης.10.2008, στην υπόθεση C-213/07, Μηχανική, σημείο 33. Βλ., επίσης, Ε. Πρεβεδούρου, « Ο σεβασμός της εθνικής ταυτότητας ως αρχή του Ενωσιακού Δικαίου », ό.π., σελ. 59: « Η λειτουργία της αρχής [ενν. του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας] ως κριτηρίου εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων σε συγκεκριμένη περίπτωση, θα κατέληγε σε μεταβλητότητα του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης ανάλογα με την εθνική ταυτότητα εκάστου κράτους μέλους ».

[17] Απόφαση με αρ. 57/21 της 22ας.4.2021, Ordre des barreaux francophones et germanophone [https://www.const-court.be/public/f/2021/2021-057f-info.pdf].

[18] Βλ. C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Sakkoulas Publications, Athènes-Salonique, 2019, ιδίως αρ. 86.

[19] Βλ. C. Yannakopoulos, « Les mutations du constitutionnalisme européen déréglementé. Réflexions à propos de l’arrêt PSPP de la Cour constitutionnelle allemande du 5 mai 2020 », ό.π..

[20] Βλ. C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, ό.π., ιδίως αρ. 161 επ..

[21] Βλ. C. Yannakopoulos, « Les vicissitudes de l’État de droit dans l’Union européenne » [https://cyannakopoulos.gr/dialeksi-conference-de-specialite-sto-panepistimio-jean-moulin-lyon-3-me-thema-les-vicissitudes-de-letat-de-droit-dans-lunion-europeenne-10-03-2021/], αναδημοσίευση σε www.constitutionalism.gr, 12.3.2021.

[22] Βλ. την απόφαση ΔΕΕ, 4.10.2018, C‑416/17, Επιτροπή κ. Γαλλίας.

[23] Βλ. τις προτάσεις, της 21ης Μαΐου 2008, του Γενικού Εισαγγελέα P. Maduro στην υπόθεση C-127/07, Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ., σημείο 15.

[24] Πρβλ. M. Luciani, « Il brusco risveglio. I controlimiti e la fine mancata della storia costituzionale », Rivista AIC, n° 2/2016, 15.4.2016, σελ. 1 επ., ιδίως σελ. 11 : « L’ipotesi che un problema politico di primaria importanza come quello che è posto dalla difettosa integrazione raggiunta in Europa possa essere risolto dal “dialogo fra le Corti” è ingenua ».

[25] Βλ. και X. Ράμμου, « Tο τέλος της εθνοκεντρικής προσέγγισης του πολυεπίπεδου συνταγματισμού στην Ε.Ε. ως αδήριτη αναγκαιότητα », www.constitutionalism.gr, 26.3.2021.

Η εθνική συνταγματική ταυτότητα και ο « κλεφτοπόλεμος » των δικαστών

Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση « French Data Network et autres »

 

Πριν περάσει ένας χρόνος από την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας στην υπόθεση « Weiss »[1] κι ενώ αναμένεται η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας επί της προσφυγής του Πρωθυπουργού της τελευταίας σχετικά με την υπεροχή ή μη του πολωνικού Συντάγματος επί του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[2], το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’État) αποφάσισε να υποδαυλίσει εκ νέου τον πόλεμο των δικαστών, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η δική του αντίληψη για τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας μπορεί να του επιτρέψει να μη συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. »[3], η οποία απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα του ίδιου του Conseil d’État και του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Βελγίου σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε διατήρηση των (μετα)δεδομένων σύνδεσης των χρηστών των παραπάνω υπηρεσιών.

Στην απόφασή της, της 21ης Απριλίου 2021, στην υπόθεση « French Data Network et autres »[4], η Ολομέλεια του Conseil d’État ενεργοποίησε, κατά τρόπο υπέρμετρο και διόλου πειστικό, τη λεγόμενη « ρήτρα διασφάλισης Arcelor », σύμφωνα με την οποία ο Γάλλος δικαστής θεωρεί ότι μπορεί να ελέγξει τη συμβατότητα του ενωσιακού δικαίου με τους κανόνες και τις αρχές του εθνικού του Συντάγματος που είναι « συμφυείς με τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας », εφόσον δεν υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις ή αρχές της ενωσιακής έννομης τάξης[5]. Εν προκειμένω, οι δικαστές του Palais Royal δέχτηκαν ότι είναι συμφυείς με τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας και, πάντως, δεν απολαύουν, στο ενωσιακό δίκαιο, ισοδύναμης προστασίας με αυτή που παρέχει το εθνικό δίκαιο, όχι κάποιες ειδικές και ιδιαίτερες εθνικές συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, όπως η αρχή του κοσμικού χαρακτήρα του γαλλικού Κράτους (laïcité), αλλά γενικοί συνταγματικοί σκοποί που υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν την προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων  κάθε  έθνους,  την  πρόληψη προσβολών της δημόσιας τάξης, την αναζήτηση των προσώπων που  προέβησαν σε εγκληματικές παραβάσεις και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας[6].

Δεχόμενο τα παραπάνω, το Conseil d’État όχι μόνον παραγνώρισε ότι και από την ίδια την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. » προκύπτει πως υπάρχει αντίστοιχη -σταθμισμένη με την εγγύηση των ατομικών ελευθεριών- προστασία της δημόσιας (ή εθνικής) ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, καθώς και αντιμετώπιση της εγκληματικότητας[7], αλλά άνοιξε τον δρόμο ώστε κάθε εθνικός δικαστής να μπορεί να ελέγχει τη συμβατότητα οποιασδήποτε πτυχής του δικαίου της Ένωσης με την αντίληψη που ο ίδιος μπορεί να υιοθετεί, μεταξύ άλλων, για « την προστασία  των  θεμελιωδών  συμφερόντων  του  Έθνους » του. Όπως εύστοχα συνοψίζει ο P. Cassia, « [μ]ε την απόφασή του της 21ης ​​Απριλίου 2021, το Conseil d’État θεώρησε, στην πραγματικότητα, ότι μπορούσε να παρακάμψει μια απόφαση του ΔΕΕ όταν δεν του ταιριάζει το νόημα που το τελευταίο δίνει σε μια ευρωπαϊκή αρχή -εν προκειμένω την προστασία της δημόσιας τάξης- για την οποία υπάρχει ισοδύναμο στο γαλλικό Σύνταγμα. Προχώρησε συνειδητά στη σοβαρή επιλογή να ανοίξει έναν πόλεμο μεταξύ των δικαστών στην Ευρώπη, αλλά και μεταξύ των δύο γαλλικών δικαιοδοσιών, καθώς το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο παραμένει ελεύθερο να αποφασίσει να εφαρμόσει κατά γράμμα την απόφαση του ΔΕΕ »[8].

Είναι άξιο απορίας ότι ορισμένοι από τους σχολιαστές της παραπάνω απόφασης του Conseil d’État[9] υποβάθμισαν όλα τα παραπάνω, προτάσσοντας τον ενθουσιασμό που τους προκάλεσε το γεγονός ότι οι δικαστές του Palais Royal αρνήθηκαν -και ορθώς- να ακολουθήσουν το παράδειγμα των δικαστών της Καρλσρούης και να προχωρήσουν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της γαλλικής Κυβέρνησης, σε έλεγχο υπέρβασης εξουσίας (ultra vires) των πράξεων των οργάνων της Ένωσης[10]. Κι είναι επίσης τουλάχιστον παράδοξο ότι οι ίδιοι σχολιαστές κάνουν λόγο για μια « κλασική δικαστική κρίση σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ελλείψει ισοδυναμίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης και του γαλλικού Συντάγματος »[11], για μια « φιλοευρωπαϊκή  στάση » και μια « θεσμική courtoisie » του Conseil d’État απέναντι στο ΔΕΕ, καθώς και για έναν « καλοπροαίρετο και ευεργετικό διάλογο »[12], ενώ είναι προφανείς οι κίνδυνοι και το συγκρουσιακό πνεύμα που αναδύονται από την απόφαση των Γάλλων δικαστών.

Αφενός, το Conseil d’État δεν προβαίνει σε μια κλασική δικαστική κρίση, καθώς, προσπαθώντας να νομιμοποιήσει, σε ενωσιακό επίπεδο, τη δική του αντίληψη περί της συνταγματικής ταυτότητας της Γαλλίας μέσω της επίκλησης[13] της εθνικής ταυτότητας και των ουσιωδών λειτουργιών των κρατών μελών, που μνημονεύονται στο γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση[14], παραγνωρίζει ότι, στο δίκαιο της Ένωσης, η εθνική συνταγματική ταυτότητα και η δημόσια τάξη των κρατών μελών ουδέποτε μετατράπηκαν σε έννοιες αμιγώς εθνικές. Βεβαίως, οι σχετικοί όροι νοηματοδοτούνται καταρχάς από τις εθνικές αρχές, διότι αποτελούν έννοιες που προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός κράτους μέλους και δεν μπορούν να νοηθούν ανεξαρτήτως του πώς τις νοεί και πώς τις εφαρμόζει το κράτος αυτό. Πλην όμως, οι έννοιες αυτές διατηρούν πάντοτε μια ενωσιακή λειτουργία, γεγονός που σημαίνει ότι το όποιο νόημα προσδίδουν σε αυτές οι εθνικές αρχές υπάγεται τελικώς στον έλεγχο του ΔΕΕ[15]. Σε κάθε περίπτωση, το ωφέλιμο αποτέλεσμα της ύπαρξης μιας ενωσιακής έννομης τάξης αναιρείται πλήρως, εάν γίνει δεκτό πως η θεωρία των αντι-περιορισμών (controlimiti) ως προς την εφαρμογή της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης μπορεί να φτάνει στο σημείο να θέτει την άμεση εφαρμογή κάθε ενωσιακού κανόνα υπό την επιφύλαξη της όποιας αντίληψης διαμορφώνει ανά πάσα στιγμή κάθε εθνικός δικαστής για τα συμφέροντα του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει[16].

Αφετέρου, το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το Bundesverfassungsgericht, το Conseil d’État δεν υιοθέτησε απαξιωτικές για το ΔΕΕ διατυπώσεις, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι, με τη σχολιαζόμενη απόφασή του, συνέβαλε σε έναν καλοπροαίρετο και ευεργετικό διάλογο. Και τούτο, διότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Γαλλίας, καλυπτόμενο πίσω από την εθνοκεντρική αρχιτεκτονική της « ρήτρας διασφάλισης Arcelor », απέφυγε να θέσει εκ νέου προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σχετικά με τα σημεία ως προς τα οποία η κρίση του απέκλινε από εκείνη των δικαστών του Λουξεμβούργου. Με τον τρόπο αυτόν, επέλεξε, κατ’ ουσίαν, να απομονωθεί από τον όποιο θεσμοθετημένο διάλογο και με τα λοιπά ανώτατα και συνταγματικά εθνικά δικαστήρια, οι θέσεις των οποίων μεταφέρονται συνήθως στις παρατηρήσεις που όλα τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν επί προδικαστικού ερωτήματος που εκκρεμεί ενώπιον του ΔΕΕ. Ως προς τον ατυχή δε χαρακτήρα της παραπάνω επιλογής του Conseil d’État, αρκεί να σημειωθεί ότι, την επομένη της απόφασής του, το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου εφάρμοσε, χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση, την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. »[17].

Η απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση « French Data Network et autres » επιβεβαιώνει ότι η έννοια της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών έχει εξελιχθεί σε προνομιακό πεδίο σύγκρουσης μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστών. Ελλείψει μιας αξιόπιστης και βιώσιμης ευρωπαϊκής ταυτότητας, η παραπάνω έννοια, αντί να αποτελεί έναν από τους αξιόπιστους πυλώνες μιας συνταγματικής δομής της Ένωσης, γίνεται συχνά βάση ανατροπής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ αυτής και των κρατών μελών και αντίστασης των συνταγματικών ή ανώτατων εθνικών δικαστηρίων απέναντι στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου[18]. Η παραπάνω απόφαση του Conseil d’État αναδεικνύει, μάλιστα, με ενάργεια ότι, στο πλαίσιο του θεσμοθετημένου διαλόγου μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ, που πλαισιώνεται από το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις περισσότερες φορές δεν αναπτύσσεται ένας συμβατικός πόλεμος μεταξύ των δικαστών, αλλά ένας ασύμμετρος « κλεφτοπόλεμος » στον οποίο το φερόμενο ως αδύναμο μέρος, που είναι οι εθνικοί δικαστές, δεν ακολουθεί εξαρχής στρατηγική αντιπαράθεσης, αλλά προσπαθεί να δράσει χρησιμοποιώντας τα όπλα και το έδαφος του φερόμενου ως ισχυρού μέρους, που είναι το ΔΕΕ[19]. Αυτή η λάθρα προώθηση ακραίων και συγκρουσιακών ερμηνειών, στο πλαίσιο του διαλόγου των δικαστών, οδηγεί σε σταδιακή απώλεια του νοήματος και της κανονιστικότητας των θεμελιωδών κανόνων[20], γεγονός που προάγει την ανασφάλεια δικαίου και την περαιτέρω αποσύνθεση του Κράτους Δικαίου στην Ευρώπη, καθώς εμπνέει κάθε είδους αντιφιλελεύθερες διεκδικήσεις[21].

Εν προκειμένω, οι παραπάνω συνέπειες δεν μπορούν εύκολα να αναταχθούν, ακόμη και αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΕΕ φτάσουν, μετά από καιρό, να καταδικάσουν τη Γαλλία για την παράβαση του δικαίου της Ένωσης από τη σχολιαζόμενη απόφαση του Conseil d’État, το οποίο, άλλωστε, ήταν υπεύθυνο και για την καταδίκη της Γαλλίας, πριν από τρία χρόνια, λόγω της άρνησής του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ[22]. Η διαρρύθμιση της σχέσης μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου που προώθησε το Conseil d’État στη σχολιαζόμενη απόφαση ενέχει τον κίνδυνο να υιοθετηθεί ταχύτατα από πολλά άλλα εθνικά δικαστήρια που θα την επικαλεστούν για να αντιτάξουν το εθνικό συμφέρον απέναντι στο ενωσιακό δίκαιο, σε βάρος ακόμη και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται το τελευταίο. Αυτός δε ο συστημικός κίνδυνος μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό της σχολιαζόμενης απόφασης ως μιας εξέλιξης που ενέχει μια δυναμική πολύ περισσότερο απειλητική για τη συνοχή του ενωσιακού οικοδομήματος από την όποια αρνητική δυναμική είχε η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας στην υπόθεση « Weiss ». Διότι, κατά βάθος, η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Γαλλίας στην υπόθεση « French Data Network et autres » σηματοδοτεί την αδιέξοδη προοπτική της πλήρους αντιστροφής που φαίνεται να έχει επέλθει στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης στο πλαίσιο της προσπάθειας διασφάλισης μιας ευρωπαϊκής κοινότητας δικαίου. Ενώ, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η αδράνεια εκ μέρους των κρατών μελών στόχευε στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, για όσο χρόνο (solange) η κοινοτική έννομη τάξη δεν είχε συστηματοποιήσει την προστασία τους κατά τρόπο ισοδύναμο με αυτόν των εθνικών εννόμων τάξεων, σήμερα, στη λογική της σχολιαζόμενης απόφασης, η αδράνεια των κρατών μελών φαίνεται να στοχεύει πλέον στον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το ενωσιακό δίκαιο, για όσο χρόνο θα υπάρχουν ακόμη κράτη μέλη το εθνικό συμφέρον των οποίων δεν μπορεί να προστατεύσει, κατά τρόπο ισοδύναμο, η Ένωση.

Καθώς, λοιπόν, τα συμπτώματα της συνταγματικής απορρύθμισης στην Ευρώπη επαναλαμβάνονται με ανεξέλεγκτη δυναμική, είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι ακατάλληλο πλέον να επιχειρούμε κάθε φορά « να συμφιλιώσ[ουμε], το ασυμφιλίωτο »[23], παραμένοντας πιστοί στο δόγμα του ισχύοντος συνταγματικού πλουραλισμού και στην υπερεκτιμημένη ιδέα ότι τα μείζονα πολιτικά προβλήματα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα λυθούν μέσω του διαλόγου των δικαστών[24]. Υπάρχει αδήριτη ανάγκη για τον πολιτικό σχεδιασμό μιας πραγματικής και βιώσιμης συνταγματοποίησης της Ευρώπης που θα συναιρέσει αποτελεσματικά την πολιτική και την κοινωνική δημοκρατία προς όφελος όλων των Ευρωπαίων πολιτών[25]. Το εγχείρημα δεν είναι διόλου εύκολο ούτε χωρίς παγίδες. Ωστόσο, ο εγκλωβισμός στις αντιφάσεις του υφιστάμενου μοντέλου συνταγματικού πλουραλισμού γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος για το Κράτος Δικαίου και τη Δημοκρατία στην Ευρώπη.

[1] Βλ. C. Yannakopoulos, « Les mutations du constitutionnalisme européen déréglementé. Réflexions à propos de l’arrêt PSPP de la Cour constitutionnelle allemande du 5 mai 2020 », Revue du droit public 4/2020, σελ. 1041 επ..

[2] Βλ. « The PM filed a petition with the Constitutional Tribunal about the superiority of Polish law over EU law », 30.3.2021 [https://ruleoflaw.pl/the-pm-filed-a-petition-with-the-constitutional-tribunal-about-the-superiority-of-polish-law-over-eu-law/].

[3] Απόφαση της 6ης.10.2020, C-511/18, C-512/18 και C-520/18.

[4] Υποθέσεις με αρ. 393099, 394922, 397844, 397851, 424717, 424718 [https://www.conseil-etat.fr/fr/arianeweb/CE/decision/2021-04-21/393099].

[5] Βλ. τη σκέψη 5 της σχολιαζόμενης απόφασης και την απόφαση CE Ass., 8 février 2007, Société Arcelor Atlantique et Lorraine et autres, n° 287110. Βλ. και Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, αρ. 273.

[6] Βλ. τις σκέψεις 9 και 10 της σχολιαζόμενης απόφασης. Με βάση αυτές τις θεωρήσεις, το Conseil d’État διαρρύθμισε τον βαθμό συμμόρφωσής του με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση « La Quadrature du Net κ.λπ. », κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι, για τις ποινικές παραβάσεις, η λύση της στοχευμένης διατήρησης των δεδομένων, που προτείνει το ΔΕΕ, δεν είναι ούτε υλικά δυνατή ούτε λειτουργικά αποτελεσματική. Διότι, κατά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Γαλλίας, δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν εκ των προτέρων τα πρόσωπα που θα εμπλακούν σε μη διαπραχθείσα ακόμη ποινική παράβαση ούτε ο τόπος όπου αυτή θα διαπραχθεί. Σύμφωνα με το Conseil d’État, πάντως, η μέθοδος της « κατεπείγουσας διατήρησης » που επιτρέπει το ενωσιακό δίκαιο μπορεί να στηριχθεί στο σύνολο των στοιχείων που διατηρήθηκαν γενικώς για τις ανάγκες της εθνικής ασφάλειας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δίωξη των ποινικών παραβάσεων. Αναφορικώς δε προς τη διάκριση που υιοθετεί το ΔΕΕ μεταξύ σοβαρής εγκληματικότητας και καθημερινής εγκληματικότητας, για την οποία δεν δέχεται διατήρηση ή χρήση δεδομένων σύνδεσης, το Conseil d’État επισημαίνει ότι η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ βαρύτητας της παράβασης και σημασίας των μέτρων έρευνας που εφαρμόζονται, η οποία διέπει την ποινική διαδικασία, δικαιολογεί το γεγονός ότι η προσφυγή στα δεδομένα σύνδεσης περιορίζεται στις διώξεις παραβάσεων επαρκούς βαρύτητας. Βλ. τις σκέψεις 35 επ. της σχολιαζόμενης απόφασης.

[7] Βλ., ιδίως, τις σκέψεις 118, 122 και 149 της εν λόγω απόφασης του ΔΕΕ.

[8] Βλ. P. Cassia, « Le Frexit sécuritaire du Conseil d’État », 23.4.2021 [https://blogs.mediapart.fr/paul-cassia/blog/230421/le-frexit-securitaire-du-conseil-d-etat].

[9] Βλ. J. Ziller, « The Conseil d’État refuses to follow the Pied Piper of Karlsruhe », VerfBlog, 24.4.2021 [https://verfassungsblog.de/the-conseil-detat-refuses-to-follow-the-pied-piper-of-karlsruhe/], Ε. Πρεβεδούρου, « Προστασία της συνταγματικής ταυτότητας χωρίς έλεγχο ultra vires : μαθήματα Europafreundlichkeit από το Conseil d’Etat », www.prevedourou.gr, 29.4.2021, αναδημοσίευση σε www.constitutionalism.gr, 3.5.2021.

[10] Βλ. τη σκέψη 8 της σχολιαζόμενης απόφασης.

[11] Βλ. J. Ziller, ό.π..

[12] Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, ό.π..

[13] Βλ. τη σκέψη 10 της σχολιαζόμενης απόφασης.

[14] « Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους ».

[15] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., ιδίως αρ. 373 επ.. Προς την ίδια κατεύθυνση, βλ. Ε. Πρεβεδούρου, « Ο σεβασμός της εθνικής ταυτότητας ως αρχή του Ενωσιακού Δικαίου », σε Τ. (Λ.) Παπαδοπούλου, Ε. Πρεβεδούρου, Κ. Γώγου (επ.), Το Δικαστήριο της ΕΕ. Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών. Συνέδριο προς τιμήν του Καθηγητή κ. Βασίλειου Σκουρή, Προέδρου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 45 επ., ιδίως σημεία 5 επ. και 35.

[16] Βλ. και τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Μ. P. Maduro, της 8ης.10.2008, στην υπόθεση C-213/07, Μηχανική, σημείο 33. Βλ., επίσης, Ε. Πρεβεδούρου, « Ο σεβασμός της εθνικής ταυτότητας ως αρχή του Ενωσιακού Δικαίου », ό.π., σελ. 59: « Η λειτουργία της αρχής [ενν. του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας] ως κριτηρίου εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων σε συγκεκριμένη περίπτωση, θα κατέληγε σε μεταβλητότητα του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης ανάλογα με την εθνική ταυτότητα εκάστου κράτους μέλους ».

[17] Απόφαση με αρ. 57/21 της 22ας.4.2021, Ordre des barreaux francophones et germanophone [https://www.const-court.be/public/f/2021/2021-057f-info.pdf].

[18] Βλ. C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Sakkoulas Publications, Athènes-Salonique, 2019, ιδίως αρ. 86.

[19] Βλ. C. Yannakopoulos, « Les mutations du constitutionnalisme européen déréglementé. Réflexions à propos de l’arrêt PSPP de la Cour constitutionnelle allemande du 5 mai 2020 », ό.π..

[20] Βλ. C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, ό.π., ιδίως αρ. 161 επ..

[21] Βλ. C. Yannakopoulos, « Les vicissitudes de l’État de droit dans l’Union européenne » [https://cyannakopoulos.gr/dialeksi-conference-de-specialite-sto-panepistimio-jean-moulin-lyon-3-me-thema-les-vicissitudes-de-letat-de-droit-dans-lunion-europeenne-10-03-2021/], αναδημοσίευση σε www.constitutionalism.gr, 12.3.2021.

[22] Βλ. την απόφαση ΔΕΕ, 4.10.2018, C‑416/17, Επιτροπή κ. Γαλλίας.

[23] Βλ. τις προτάσεις, της 21ης Μαΐου 2008, του Γενικού Εισαγγελέα P. Maduro στην υπόθεση C-127/07, Arcelor Atlantique και Lorraine κ.λπ., σημείο 15.

[24] Πρβλ. M. Luciani, « Il brusco risveglio. I controlimiti e la fine mancata della storia costituzionale », Rivista AIC, n° 2/2016, 15.4.2016, σελ. 1 επ., ιδίως σελ. 11 : « L’ipotesi che un problema politico di primaria importanza come quello che è posto dalla difettosa integrazione raggiunta in Europa possa essere risolto dal “dialogo fra le Corti” è ingenua ».

[25] Βλ. και X. Ράμμου, « Tο τέλος της εθνοκεντρικής προσέγγισης του πολυεπίπεδου συνταγματισμού στην Ε.Ε. ως αδήριτη αναγκαιότητα », www.constitutionalism.gr, 26.3.2021.